τιμαρχια

τιμαρχια
    τιμαρχία
    τῑμαρχία
    ἥ Plat. = τιμοκρατία См. τιμοκρατια

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τιμαρχια" в других словарях:

  • τιμαρχία — τιμαρχίᾱ , τιμαρχία censoria potestas fem nom/voc/acc dual τιμαρχίᾱ , τιμαρχία censoria potestas fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμαρχία — ἡ, Α·1. η τιμοκρατία 2. το αξίωμα τού Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αρχία (< άρχης*)] …   Dictionary of Greek

  • τιμαρχίας — τιμαρχίᾱς , τιμαρχία censoria potestas fem acc pl τιμαρχίᾱς , τιμαρχία censoria potestas fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμαρχίαν — τιμαρχίᾱν , τιμαρχία censoria potestas fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»